τσιμπολογώ

τσιμπολογώ
τσιμπολογάω μετ.
1) вытягивать, выуживать (деньги); 2) перен. урывать

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Смотреть что такое "τσιμπολογώ" в других словарях:

  • τσιμπολογώ — και τσιμπολογάω Ν 1. τσιμπώ επανειλημμένα 2. μτφ. α) τρώγω πολλές φορές και από λίγο β) αποσπώ κατά διαστήματα μικροποσά από κάποιον, συνήθως με επιτήδειο τρόπο. [ΕΤΥΜΟΛ. < τσιμπώ + λογώ* (πρβλ. τραβο λογώ)] …   Dictionary of Greek

  • τσιμπολογώ — τσιμπολόγησα 1. τσιμπώ επανειλημμένα. 2. μτφ., τρώγω από λίγο και πολλές φορές: Δεν πεινάω, τσιμπολόγησα λίγο από εδώ λίγο από εκεί. 3. μτφ., συστηματικά και επιτήδεια αποσπώ μικρά χρηματικά ποσά: Τσιμπολογά ο ανεψιός το θείο και έτσι έχει πάντα… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • -λογώ — (AM λογῶ, έω) β΄ συνθετικό ρημάτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, τα οποία αρχικά σχηματίστηκαν από ονόματα σε λόγος (πρβλ. αισχρολογώ < αισχρολόγος), ενώ στη συνέχεια το β συνθετικό λογώ λειτούργησε ως παραγωγική κατάληξη, με αποτέλεσμα να… …   Dictionary of Greek

  • τσιμπολόγημα — το, Ν [τσιμπολογώ] η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού τσιμπολογώ …   Dictionary of Greek

  • γνάφω — και γνάπτω (AM γνάπτω, Α και κνάπτω, Μ και γνάφω) 1. κατεργάζομαι δέρματα 2. (για δέρμα ανθρώπου) χτυπώ κάποιον ώσπου να γίνει το δέρμα του σκληρό, σαν κατεργασμένο, βασανίζω κάποιον νεοελλ. (για νύχια) γρατζουνώ. [ΕΤΥΜΟΛ. Τα γνάπτω και κνάπτω… …   Dictionary of Greek

  • δακρυλογώ — ( άω) σταγόνα σταγόνα, βγάζω υγρό σαν δάκρυ («χάραξαν το πεύκο και δακρυλογά»). [ΕΤΥΜΟΛ. < δάκρυ + λογώ < λόγος < λέγω (πρβλ. δροσολογώ, μπεκρολογώ, τσιμπολογώ, ψοφολογώ)] …   Dictionary of Greek

  • δανεικολογούμαι — και δανεικολογιέμαι δανείζομαι συχνά, καλύπτω τις ανάγκες μου με δάνεια. [ΕΤΥΜΟΛ. < δανεικός + λογώ (πρβλ. δροσολογούμαι, παντρολογιέμαι, τσιμπολογώ)] …   Dictionary of Greek

  • διψολογώ — 1. διψώ συνεχώς, υποφέρω από δίψα 2. (για γη) είμαι κατάξερος, έχω ανάγκη ποτίσματος. [ΕΤΥΜΟΛ. < δίψα + λογώ < λόγος (πρβλ. δροσολογώ, μπεκρολογώ, τσιμπολογώ)] …   Dictionary of Greek

  • παραχναύω — Α (για τον κόρακα) τρώγω, ροκανίζω μέρος από κάτι, δαγκώνω κρυφά, τρώγω αρπακτικά («τῶν πυρῶν παραχναῡσαι βουλόμενος», Αιλιαν.). [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + χναύω «τσιμπολογώ»] …   Dictionary of Greek

  • περικνίζω — Α 1. κνίζω, τσιμπώ κάποιον ή κάτι από όλες τις πλευρές 2. μτφ. τσιμπολογώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + κνίζω «ξύνω»] …   Dictionary of Greek

  • χναύω — Α 1. τρώω με μικρές μπουκιές, τσιμπολογώ («ὡς ἕτοιμά σοι ἑφθὰ καὶ ὀπτὰ καὶ ἀνθρακιᾱς ἄπο χναύειν», Ευρ.) 2. μέσ. χναύομαι (κατά τον Ησύχ.) «χναύεται περικνίζεται, λαμβάνει». [ΕΤΥΜΟΛ. Εκφραστικός τ. τού καθημερινού λεξιλογίου, αβέβαιης ετυμολ., το …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»